- κνισαεσσα
- κνισάεσσα(ᾱε) дор. adj. f к κνισήεις См. κνισηεις
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κνισάεσσα — κνῑσά̱εσσα , κνισήεις full of the steam of burnt sacrifice fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισήεις — κνισήεις, εσσα, εν, δωρ. τ. κνησάεις, εσσα, εν (Α) [κνίσα] γεμάτος κνίσα θυμάτων που καίγονται («μήλων τε κνισάεσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ ἀέθλοις», Πίνδ.) … Dictionary of Greek